Αχ, Μυτιλήνη!
Γυρνώ σε ένα ταξίδι με τον νου, σε μια (σχεδόν) πενταετία ξέγνοιαστη,
μαθήματα ζωής γεμάτη.
Αγαπημένη Λέσβος, μια μάνα-γη που γεννάει αναμνήσεις και θρέφει τα φοιτητοπούλια της, σαν ένας ανάδοχος γονιός, με γλύκα και αρμύρα, μαζί με τα δικά της ντοπιοπούλια.
Ματιές φρέσκιες, σαν τους βλαστούς που ξεπηδούν από μια ρίζα.
Πόδια νεανικά πατούν στο έδαφος της μυθικής Σαπφούς και γύρω απ’ την πλατεία της γέλια συνεχώς να αντηχούν.
Η παρουσία του Ελύτη στο νησί να υφαίνει μια ατμόσφαιρα ποιητική.
Τα κύματα να κατευνάζουν κάθε θυμό και στενοχώρια.
Ο παφλασμός της θάλασσας να κάνει την παρουσία του αισθητή και να απομονώνει κάθε ήχο περιττό, τον διώχνει μακριά από τ’ αυτιά σου.
Δάκρυα χαράς και λύπης συνθέτουν έναν πίνακα που κάθε άνθρωπος θα ήθελε να έχει στους τοίχους του σπιτιού του. Μα όλα αυτά τα συναισθήματα σε τοίχους δεν θα μπορέσεις ποτέ να φυλακίσεις. Και η καρδιά σε όρια δεν έχει μάθει να υπάρχει. Μόνο μαζί σου συνυπάρχει.
Αναμνήσεις καμωμένες κι αφημένες σε διάφορα σημεία αυτού του φοιτητό-τοπου, ανεξίτηλες.
Σε νύχτες με ρακόμελα, γέλια σκορπίζουν στον αέρα, έχοντας για συνοδεία τα βλέμματα να καίνε από έρωτα και πάθος.
Πάθος για ζωή.
Σε αυτά τα χρόνια, τα φοιτητικά, ακούς χροιές που είναι άχαρες, κι άλλες γεμάτες χάρη. Βλέπεις τα άστρα να μετατρέπονται σε παρατηρητές δικούς σου. Μάρτυρες ενός χορού σε μια πίστα γεμάτη φιγούρες ξενικές, μυστήριες.
Κι ο ένας τσαλακωμένος έρωτας να διαδέχεται τον άλλον, μέχρι τον εαυτό σου ν’ αγαπήσεις.
Όμως υπάρχουν και οι άλλοι έρωτες. Εκείνοι τους οποίους θα θαυμάσεις, δεν θα μπορείς να προσπεράσεις.
Όπου δυο άνθρωποι κρατούν τα ζαρωμένα τους χέρια ενωμένα, καθισμένοι σ’ ένα παγκάκι και τον Άγιο Θεράποντα να ατενίζουν. Εκείνος… με τη δική του χροιά, σχεδόν βγαλμένη από ένα τρέιλερ ταινίας, να πάλλεται συγκινημένη σε στίχους γεμάτους ποίηση, με μνήμη αχαράκωτη και αναλλοίωτη στον χρόνο. Κι εκείνη… μια γλυκιά φιγούρα, με το κεφάλι ν’ ακουμπάει τον βασταγερό του ώμο, με θεμέλια φτιαγμένα από βαθιά αγάπη.
Αυτή κρατώ για αγαπημένη μου ανάμνηση του τόπου.
Θυμάμαι κοντοστάθηκα για να ακούσω την απαγγελία και να θαυμάσω μια ζωντανή-αιώνια αγάπη.
Η καρδιά μου πλημμύρισε αγάπη. Τι μαγεία!
Τότε, τα δάκρυα συγκίνησης τα άφησα ελεύθερα στο δέρμα να κυλήσουν.
Τώρα, που θυμάμαι εκείνες τις στιγμές, και πάλι το ίδιο κάνω.
Σε αυτά τα χρόνια λοιπόν, τα γράμματα σπουδάματα ήταν μία γλυκόπικρη αφορμή, που χάρισε απλόχερα στους φοιτητές ένα δώρο: Να γνωρίσουν το νησί, μα και τον εαυτό τους.
Να μην είναι μόνο τα άστρα παρατηρητές, αλλά να γίνουν οι ίδιοι παρτηρητές και μάρτυρες του εαυτού τους.
Πολλά πρόσωπα γνωρίσαμε.
Πρόσωπα που αγαπήσαμε και που δεν αγαπήσαμε, πρόσωπα που θαυμάσαμε, πρόσωπα που απομυθοποιήσαμε, πρόσωπα που νομίζαμε ότι μισήσαμε.
Και τελικά… τα σκέφτεσαι, τα ξανασκέφτεσαι και, την ίδια στιγμή, φαίνονται όλα τόσο κοντά και τόσο μακριά, σε μια Μυτιλήνη που αγαπήσαμε και που νομίζαμε, πριν πρωτοπάμε, ότι θα τη μισήσουμε.
Πόσα λίγα ξέραμε τότε…
Αχ, Μυτιλήνη…