Μην κοιτάξεις πίσω
Ο άνεμος ήταν πιο δυνατός από κάθε άλλη φορά. Τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην Κορίνα. Τακτοποίησε τις τελευταίες εκκρεμότητες πριν κλείσει το βιβλιοπωλείο, βγαίνοντας έβαλε συναγερμό και τελικά κλείδωσε την πόρτα. Το πόδι της πάτησε έναν φάκελο με το όνομά της πάνω του. Η αναστάτωση ήταν εμφανής στο πρόσωπό της.
«Όχι πάλι…» ψέλλισε.
Τον άνοιξε αργά και ξεδίπλωσε από μέσα ένα χαρτί. Δυο αράδες λόγια απειλούσαν τη ζωή της. Αυτές οι προτάσεις την έκαναν να τρέμει, όπως ένα ψάρι όταν είναι έξω από τα νερά του. Ο ήχος από κάτι μεταλλικό την έκανε να κοιτάξει πίσω της απότομα. Εξέπνευσε ανακουφισμένη όταν κατάλαβε πως ένας μικρός κάδος είχε πέσει στο δρόμο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να περπατάει. Οι λάμπες του δρόμου έσβησαν απότομα. Η Κορίνα έμεινε ακίνητη.
Μην κοιτάξεις πίσω, μην κοιτάξεις πίσω, έλεγε στον εαυτό της επαναλαμβάνοντας τη φράση αδιάκοπα όπως τη συμβούλευε κάποτε ο μεγαλύτερος αδερφός της όταν ήταν μικροί. Άρχισε να κατευθύνεται στο πάρκινγκ με γοργό βηματισμό. Αντιμετώπιζε το σκοτάδι σαν τον χειρότερο εφιάλτη της. Μπορεί να είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που πήγαινε δημοτικό, όμως το κόλπο του αδερφού της πάντα έπιανε. Θυμήθηκε την επιστροφή της από το φροντιστήριο αγγλικών στο σπίτι όταν παρέλυσε στο σκοτάδι. Όλη η διαδρομή ήταν βυθισμένη στο μαύρο λόγω μιας διακοπής ρεύματος στην πόλη. Τότε ακολούθησε τη συμβουλή εκείνη· να περπατάει με βήμα γοργό, χωρίς σταματημό, μέχρι να φτάσει στον προορισμό της.
Το κεφάλι της ήταν μονίμως στη ευθεία, ωστόσο το βλέμμα της προσπαθούσε να στραφεί μια προς τα αριστερά και μια προς τα δεξιά, σαν να ήθελε να κοιτάξει τι συμβαίνει πίσω της. Έπιασε το κινητό στην αριστερή της τσέπη και ευχήθηκε ο σύζυγός της να μην είχε φύγει για εκείνο το έκτακτο επαγγελματικό ταξίδι. Εκείνος σίγουρα θα την προστάτευε, θα την έκανε να νιώσει και πάλι ασφαλής. Αυτός και ο αδερφός της ήταν οι μόνοι που γνώριζαν τόσο τον φόβο αυτό όσο και το κόλπο που χρησιμοποιούσε για να σώσει τον εαυτό της από τις εμμονές του σκότους. Στη δεξιά της τσέπη έπιασε ένα σπρέι, το οποίο πάντοτε είχε στις εξόδους της, προετοιμάζοντας τον εαυτό της για τα χειρότερα. Οι παλμοί της καρδιάς της αυξάνονταν καθώς ο άνεμος ξεσπούσε μανιωδώς γύρω της σε όσα αντικείμενα μπορούσε να παρασύρει στο πέρασμά του. Της φάνηκε να ακούει ένα γέλιο από μακριά. Άρχισε να τρέχει ώσπου μπήκε στο αμάξι. Με τρεμάμενα χέρια έβαλε αμέσως μπρος το όχημα και γύρισε σπίτι.
Το ρεύμα είχε επανέλθει και μπήκε ανακουφισμένη στον προσωπικό της χώρο. Ασφαλής. Άκουγε ακόμη τους χτύπους της καρδιάς της να χτυπούν σαν μια ιεροτελεστία Αβορίγινων, σαν ένα ταμπούρλο παραδομένο σε ξέφρενους ρυθμούς. Κοίταξε την οθόνη του κινητού της και ένα γλυκό μήνυμα από τον άνδρα της την καθησύχασε. Λυπόταν που έπρεπε να είναι έστω και ένα βράδυ μακριά της, αλλά σύντομα θα επέστρεφε και της επιφύλασσε μια έκπληξη. Εξέπνευσε, βγάζοντας έναν αναστεναγμό, και χαμογέλασε.
Ένας θόρυβος που προήλθε από την κουζίνα την έκανε να μείνει στη θέση της μέχρι να διαπιστώσει πως ασυναίσθητα κρατούσε την αναπνοή της. Το χαμόγελό της είχε εξαφανιστεί. Ξυπόλητη, περπάτησε στις μύτες των ποδιών της προς αυτόν τον χώρο του σπιτιού. Άρπαξε στα χέρια της μια μεγάλη ομπρέλα για όπλο και στάθηκε έξω από την πόρτα. Προσπάθησε να δει μέσα από την χαραμάδα που υπήρχε, αλλά ένας ακόμη θόρυβος -σαν από πέσιμο κάποιου αντικειμένου- την έκανε να παραπατήσει τρομαγμένη προς τα πίσω κι έπεσε κάτω. Έμεινε ακίνητη και πάλι, μη γνωρίζοντας τι να περιμένει και πώς να αντιδράσει. Τότε, αποφάσισε να ξαναπροσπαθήσει, παρ’ όλο που τα χέρια και τα πόδια της έτρεμαν σαν να τα λύγιζε δυνατός αέρας, απ’ αυτούς που απαγορεύουν στα πλοία να βγουν στη θάλασσα. Σκόπευε να περάσει την ομπρέλα μέσα από τη χαραμάδα για να αγγίξει τον διακόπτη και να ανάψει το φως. Κι έτσι έκανε. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και άνοιξε δειλά-δειλά την πόρτα.
Όταν πια μπήκε μέσα, κρατούσε την ομπρέλα σαν να ήταν δίκαννο και έκανε σπασμωδικές κινήσεις προς τα αριστερά και τα δεξιά σαν κυνηγός, λες και ήθελε να εντοπίσει κάποιον για στόχο. Προς έκπληξή της, το μόνο που σάλευε στον χώρο ήταν η κουρτίνα και κατάλαβε πως μάλλον είχε ξεχάσει το παράθυρο ανοιχτό όλη τη μέρα. Δεν ήταν σίγουρη, όμως το είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν κι έτσι χαμήλωσε την ομπρέλα μειώνοντας την άμυνά της. Κάθισε στο πάτωμα μέχρι να βρει ξανά την αναπνοή της και να τη σταθεροποιήσει.
Τελικά, έκλεισε το παράθυρο κι έστειλε ένα μήνυμα στον άνδρα της, αποζητώντας την ασφάλεια. Περίμενε πάνω από την οθόνη του κινητού μέχρι να λάβει κάποια απάντηση, ενώ παράλληλα άναβε τα φώτα σε όλο το σπίτι και ανά διαστήματα κοιτούσε γύρω της ανήσυχη. Όταν τελικά έλαβε το μήνυμα που περίμενε, κατευθύνθηκε στο μπάνιο και άφησε την πόρτα διάπλατα ανοιχτή.
Έπειτα από ένα καυτό ντους και τις κλεφτές ματιές που «έριχνε» στον χώρο για να σιγουρευτεί πως είναι ο μοναδικός άνθρωπος στο σπίτι, ξάπλωσε στο άδειο κρεβάτι αφήνοντας μια λάμπα να φωτίζει το δωμάτιο. Κουκουλώθηκε με το πάπλωμα σαν να προσπαθούσε να προστατεύσει τον εαυτό της και να ξορκίσει κάθε κακό.
Η λάμπα έσβησε. Όπως και όλα τα φώτα στο σπίτι. Ένας κρότος έκανε τα μάτια της Κορίνας να ανοίξουν απότομα και αμέσως βρέθηκε έξω από το κρεβάτι κρατώντας την κουβέρτα στα χέρια της για ασπίδα. Το σπίτι είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Η Κορίνα γύρεψε τον διακόπτη στο δωμάτιο, αλλά σύντομα κατάλαβε πως δεν λειτουργούσε. Τότε πήρε στα χέρια της ένα αγαλματίδιο που είχαν ως διακοσμητικό στο κομοδίνο.
Αδυνατούσε να ελέγξει το τρέμουλο που είχε καταλάβει ολοκληρωτικά το κορμί της. Έτρεξε στο παράθυρο διψασμένη για μια λάμψη φωτός από τον δρόμο της γειτονιάς. Πράγματι, η διακοπή αυτή ήταν μόνο μέσα στο σπίτι.
Το τρίξιμο της σκάλας, που οδηγούσε από το σαλόνι στον πάνω όροφο, και ένα γνώριμο αλλά αποκρουστικό γέλιο, την έκαναν να ακινητοποιηθεί πίσω από την βαριά κουρτίνα στην προσπάθειά της να μη δώσει σημεία ζωής.
Μην κοιτάξεις πίσω, μην κοιτάξεις πίσω, έλεγε στον εαυτό της ενώ δυο καταρράκτες κυλούσαν ήδη από τα μάτια της. Παρέμεινε στη θέση της, κολλημένη στον τοίχο, και από μέσα της επαναλάμβανε μια προσευχή.
Τα βήματα πλησίαζαν και η Κορίνα έσφιξε τα χείλη της με όλη της τη δύναμη για να μην ακουστεί κάποια κραυγή.
«Μην κοιτάξεις πίσω…» άκουσε την ίδια γνώριμη ανδρική φωνή να λέει αργά με αισθησιασμό. Η φωνή πλησίασε ακόμη πιο κοντά και τότε ένιωσε κάτι αιχμηρό να αγγίζει μαζί με την κουρτίνα την κοιλιά της.
«Μην κοιτάξεις πίσω… αγάπη μου» επανέλαβε η φωνή πριν την σπάσει το βαρύ αγαλματίδιο.
Φωτογραφία
Vojtech Okenka
© Αλεξάνδρα Ανδριάδη