ΚΙ ΟΜΩΣ… ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΡΑΚΟΙ

by alexandra.andriadi

Κι όμως… υπάρχουν δράκοι

Η Αλίκη καθόταν στη μέση του πάρκου με τη μουσική από τα ακουστικά που φορούσε να μονοπωλεί την προσοχή της καθώς τα δάχτυλά της έπαιζαν με το γρασίδι που τη φιλοξενούσε ήδη τρία τέταρτα της ώρας. Ένιωσε μερικές σταγόνες στο κεφάλι της και κοίταξε τον ουρανό. Σύννεφα πολιορκούσαν το γαλάζιο που τελικά κατάφεραν να το καλύψουν μέσα σε μόλις μερικά λεπτά. Οι σταγόνες έπεφταν πιο γοργά τώρα και χόρευαν σε κάθε σημείο που είχαν πρόσβαση. Νιώθοντας τον χορό τους έντονα πάνω στο σώμα της, η Αλίκη, κρατώντας την τσάντα της και το ύφασμα πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένη, έτρεξε και στάθηκε κάτω από ένα στέγαστρο.

Κάθισε στο σκαλοπατάκι της πολυκατοικίας που βρισκόταν πίσω της. Κοίταξε το ρολόι της, αναστέναξε στριφογυρίζοντας τα μάτια και έβγαλε ένα βιβλίο από την τσάντα της για να διαβάσει όσο περίμενε να κοπάσει η βροχή. Είχε φτάσει στην πέμπτη σελίδα όταν κατέληξε να διαβάζει την ίδια πρόταση τρεις φορές από μέσα της. Στην τέταρτη φορά άκουγε πλέον τον εαυτό της να την προφέρει φωναχτά ενώ οι φτέρνες των ποδιών της χοροπηδούσαν αδιάκοπα και εναλλάξ πάνω στο πεζοδρόμιο. Έκλεισε το βιβλίο για να δει τι ήταν αυτό που της αποσπούσε την προσοχή και σήκωσε το βλέμμα της.

Οι άκρες των χειλιών της ανασηκώθηκαν, σχηματίζοντας αμέσως ένα χαμόγελο όταν αντίκρισε ένα παιδάκι, το οποίο φορούσε ένα κίτρινο αδιάβροχο με βατραχάκια. Μόλις που μπορούσε να περπατήσει χωρίς την υποστήριξη της μαμάς του. Τσιρίδες και ουρλιαχτά έβγαιναν από το άγνωστο αγόρι τη στιγμή που, γεμάτο ενθουσιασμό, προσπαθούσε να πιάσει με την παλάμη του τις διάφανες χορεύτριες που έρχονταν από τον ουρανό.

«Είναι η πρώτη φορά που νιώθει τη βροχή» εξήγησε η γυναίκα με καμάρι και δυνατή φωνή για να την ακούσει από απέναντι η Αλίκη.

Τότε ήρθε στη θύμησή της η γιαγιά της. Οι δυο τους συνήθιζαν να περνούν τις Κυριακές απέναντι από το πάρκο των παππούδων της Αλίκης. Όποτε είχε ήλιο οργάνωναν «ημέρα πικ νικ». Η γιαγιά της τής έλεγε παραμύθια με ιππότες, πριγκίπισσες και δράκους. Μετά την εξιστόρηση την άφηνε να επαναλάβει με όποιον τρόπο ήθελε την ιστορία κοιτάζοντας τα σύννεφα. Η Αλίκη μάντευε τις φιγούρες που σχηματίζονταν, ταύτιζε τους ήρωες που είχαν κατακλύσει το μυαλό της και συνέχιζε τη διήγηση, πολλές φορές αλλάζοντας ακόμα και το τέλος που είχε ήδη ειπωθεί.

Η μαμά του αγοριού το άφησε να χαρεί λίγο ακόμα τις σταγόνες, οι οποίες μειώνονταν κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Ώσπου έπαψαν να πέφτουν και τότε το κλάμα αντικατέστησε το γέλιο του. Η νεαρή μητέρα τον πήγε στο σπίτι κρατώντας τον στην αγκαλιά της και από την έκφρασή της η Αλίκη φανταζόταν αυτή τη γυναίκα να παρηγορεί με γλυκιά φωνή τον γιο της μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού τους.

Η Αλίκη ένιωσε ένα ρίγος από τον αέρα και κούμπωσε τη ζακέτα της μέχρι τον λαιμό. Κοίταξε πάλι προς τα πάνω κι ο άνεμος είχε αλλάξει το σχήμα των εν ουράνιων βαμβακιών. Στις νέες θέσεις που είχαν πάρει, μπορούσε να διακρίνει όλες τις ιστορίες που κάποτε είχε ακούσει και είχε πλάσει. Για μια στιγμή ήρθε στο νου της και πάλι η γιαγιά της. Τότε, χαμογέλασε και ψέλλισε: Κι όμως… υπάρχουν δράκοι…

Για δες κι αυτα

Leave a Comment

* By using this form you agree with the storage and handling of your data by this website.

error: Content is protected !!